- αποπραυνω
- ἀποπραΰνωἀπο-πραΰνωумиротворять, усмирять
(ταραχὰς περὴ τὰς πόλεις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ταραχὰς περὴ τὰς πόλεις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποπραΰνω — ἀποπραΰνω (Α) καταπραΰνω … Dictionary of Greek
ἀποπραύνειν — ἀποπραύ̱νειν , ἀποπραύνω soften matters down pres inf act (attic epic) ἀποπρᾱύ̱νειν , ἀποπραύνω soften matters down pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)